Monday, July 11, 2011

Αισιοδοξία

«Ας δούμε την ζωή σαν ένα πίνακα ζωγραφικής, και του πίνακα αυτού να είμαστε εμείς οι ζωγράφοι… Στο χέρι μας είναι να τον χρωματίσουμε με τα πιο χαρούμενα χρώματα. Ακόμη και στην πιο μεγάλη δυσκολία μπορούμε να δώσουμε ένα όμορφο χρώμα, αν σκεφθούμε πως η δυσκολία αυτή ήλθε για να μας διδάξει και να μας κάνει καλύτερους…»

Ειρήνη Καμαράτου – Γιαλλούση

Sunday, July 3, 2011

"Ο Μιχαλιός ο ε πειραζει"

"Ο Μιχαλιός ο ε πειραζει"
Οικολογικό διήγημα
Ειρήνη Καμαράτου - Γιαλλούση
http://www.kamaratou-giallousi.gr


Πριν πολλά χρόνια, ο Μιχαλιός ο «Ε πειράτζει» σκούπιζε ένα χοντρό δάκρυ με το μαντήλι του καθώς αποχαιρετούσε το χωριό του. Το πλοίο που θα τον έπαιρνε στην ξενιτιά όλο απομακρυνόταν ενώ εκείνος παρηγορούσε τον εαυτό του λέγοντας: «Ε πειράτζει, θα κάμω λεφτά και θα γυρίσω γρήγορα, ε πειράτζει.»

Δούλεψε σκληρά στο ξένο μέρος. Τον βοήθησε και η τύχη. Έτσι κατάφερε να γυρίσει πίσω πριν ασπρίσουν τα μαλλιά του. Το χωριό του δεν είχε αλλάξει καθόλου. Ήταν ευτυχισμένος που το βρήκε όπως το άφησε με τα γραφικά παραδοσιακά σπιτάκια, τα ασβεστωμένα σοκάκια και τις όμορφες ακρογιαλιές. «Πιο ‘μορφο μέρος εν υπάρχει στον κόσμο» έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του, ώσπου του ήλθε μια ιδέα: «Θα χτίσω ένα χοτέλι. Θα το κάμω με πατώματα πολλά να ‘ρκουτε οι τουρίστες να κάουτε ν’ απολαύσουν κι αυτοί όλη τουτηά την ομορφιά. Γιατί να μην έρκουτε αυτοί να μας αφήνουν τον παρά τους μόνο να πηαίνουμε εμείς στη ξενιτιά να τους το γυρεύγουμε;»

Έκτισε λοιπόν ένα μεγάλο τσιμεντένιο κουτί. Μετά κτίζει από πάνω ένα δεύτερο. Στο τρίτο έρχεται ο αστυνόμος και του λέει «Στοπ, απαγορεύεται άλλο, ο νόμος απαιτεί να σέβεσαι το τοπικό μας χρώμα.» «Ε Πειράτζει, κυρ αστυνόμε» του είπε ο Μιχαλιός κάνοντας πως δεν καταλαβαίνει. «Πάρε πέντε τενεκέες λάϊ και ντο γουόρι, θα το σέβομαι το χρώμα, άσπρο, κάτασπρο θα το βάψω το χοτέλι». Ο αστυνόμος ήταν τόσο καλά λαδωμένος που δεν είπε δεύτερη κουβέντα κι ο Μιχαλιός ο Ε πειράτζει δώστου και στοίβαζε το ένα τσιμεντένιο κουτί πάνω στο άλλο. Πανύψηλο έγινε το «χοτέλι». Και να τουρισμός, και να λεφτά! Έγινε πια ο πρώτος του χωριού. Καλοπαντρεύτηκε, έκανε και ένα γιο και σε λίγα χρόνια τον έκαναν και δήμαρχο. Τι άλλο πια να επιθυμήσει στην ζωή του;

«Κυρ δήμαρχε», του λέει μια μέρα ένας συγχωριανός του «Θέλω να φτιάξω κι εγώ ένα χοτέλι. Γιατί να μας τρώει η ξενιτιά; Δυο φράγκα που ‘χουμε να τα ρίξουμε στον τόπο μας να καρποφορήσουν» «Και δεν φτιάχνεις;» του απαντάει ο δήμαρχος. «Ναι, αλλά πρέπει να τα κανονίσεις με την άδεια, να γίνει ψηλό σα το δικό σου, με τα αλουμίνια σα το δικό σου, δηλαδής με λίγα λεφτά να βγάλουμε πολλά δωμάτια για να συμφέρει. Κανόνισέ τα εσύ κι από μένα θα ‘χεις όσους τενεκέες λάϊ θέλεις.» Τί να κάνει ο Μιχαλιός ο δήμαρχος, τα κανόνισε να πάρει ο συγχωριανός του την άδεια όχι τόσο για το λάδι αλλά να, πώς να του πει «απαγορεύεται» αφού κι εκείνος τα’ κανε τα ίδια… Και δεν τα κανόνισε μόνο γι αυτόν αλλά και για άλλους, για πολλούς άλλους. Έτσι εκτός από ξενοδόχος έγινε και έμπορος λαδιού και σπούδασε τον γιο του για πολλά χρόνια στα Παρίσια ζώντας με τα’ όνειρο πότε θα γυρίσει πίσω να τον έχει δίπλα του, βοηθό του στις δουλειές του.

Η πολυπόθητη όμως εκείνη μέρα που θα γύριζε ο γιος του δεν ξημέρωσε καθόλου μα καθόλου ρόδινη για τον Μιχαλιό τον Ε πειράτζει. Το πρωί κατέφθασαν δύο μεγάλα γρουπ από τουρίστες που τους έστελνε το πρακτορείο. Οι ξένοι δεν φαινόντουσαν καθόλου ευχαριστημένοι. Φώναζαν πως τους είχαν εξαπατήσει. Έδειχναν μια παλιά φωτογραφία του χωριού που κρατούσαν στα χέρια τους κι έλεγαν στον Μιχαλιό: «Μας είπαν πως θα έλθουμε σε αυτό το υπέροχο μέρος, αλλά μας φέρανε σ’ αυτή την τσιμεντούπολη.  Θα διαμαρτυρηθούμε στο πρακτορείο. Ο δήμαρχος πήγε να πει πάλι την συνηθισμένη φράση «Ε πειράτζει» όμως η φωνή του πνίγηκε στο λαρύγγι του. Απογοητευμένος ανέβηκε στην ταράτσα του ξενοδοχείου και αγνάντεψε από κει το χωριό του. Μα ποιο χωριό του; Δεν είχε απομείνει τίποτα από εκείνο το πανέμορφο γραφικό χωριό  «Ε πειράτζει» κατάφερε να πει στο τέλος στέλνοντας πίσω ένα πικρό δάκρυ «Έχω το γιο μου που θα ‘ρτει σήμερα να καΐσει δίπλα μου να με στηρίξει». 

Που να το φανταζόταν όμως πως μέσα στην ίδια μέρα τον περίμενε μια δεύτερη, ακόμη πιο μεγάλη απογοήτευση. «Πατέρα», του λέει ο γιος του όταν ήλθε «Δεν μ’ αρέσει να μείνω εδώ. Έχει ασχημύνει πολύ αυτός ο τόπος. Τι κρίμα! Να δεις έξω πόσο φροντίζουν να διατηρούν το τοπικό τους χρώμα! Μπαμπά, γιατί δεν τα πουλάς όλα να πάμε να μείνουμε κάπου αλλού; Και μην νομίζεις πως δεν αγαπάω τον τόπο μου… τον αγαπάω, αλλά να, αυτό δεν είναι πια το χωριό μου η τουλάχιστον δεν το αναγνωρίζω».

Ο Μιχαλιός έκλεισε μεσ’ τα δυο του χέρια το πρόσωπό του. Που να την βάλει τόση απελπισία; Το ‘ξερε πως αυτό ήταν η αρχή αυτής της καταστροφής και ένιωθε τις τύψεις του σαν ένα ασήκωτο φορτίο. Έτρεξε απελπισμένος στο ακρογιάλι, ανέβηκε πάνω σε ένα ψηλό βράχο και φώναξε με όση δύναμη είχε μέσα του: «Λένε πως τώρα είναι αργά χωριό μου αγαπημένο. Όλοι λένε πως τώρα πια είναι πολύ αργά, όμως μην απελπίζεσαι, ε πειράτζει, ποτέ δεν είναι αργά. Πάντως εγώ στ’ ορκίζομαι πως θα δώσω και τη ζωή μου ακόμα για να ξαναφέρω πίσω τη μορφή σου γιατί είμαι ένα κομμάτι σου και με το δικό σου χαμό κι εγώ θαρρώ πως χάθηκα. Θα ξαναβρώ τον εαυτό μου μόνο σα ξαναβρώ πάλι εσέ χωριό μου, μόνο τότε…»